
Στις 18/6/18, ο Π.Ο.Υ. συμπεριέλαβε στην τελευταία 11η έκδοση του επίσημου κατάλογου όλων των ασθενειών τη διαταραχή ηλεκτρονικού παιχνιδιού καθιστώντας σαφές ότι πρόκειται για μία αυτοτελή διαταραχή εθισμού και όχι κάποιο δευτερογενές φαινόμενο που παρουσιάζεται ως σύμπτωμα ή απότοκο μίας άλλης πάθησης.
Πρόκειται για μία επίμονη ή επαναλαμβανόμενη κατά περιόδους συμπεριφορά όπου όμως υπάρχουν κάποια ξεκάθαρα παθολογικά στοιχεία, τα οποία θα εξετάσουμε πιο κάτω ένα προς ένα ώστε να διευκρινίσουμε τις απορίες που μπορεί να έχουν οι γονείς, και όχι μόνο.
Τα παθολογικά στοιχεία είναι τα εξής:
1. Μειωμένος αυτοέλεγχος ως προς το παιχνίδι.
Αφορά σε ερωτήματα σε σχέση με την έλλειψη ελέγχου ως προς το πότε κάποιος παίζει, πόσο συχνά παίζει, πόση διάρκεια έχει το παιχνίδι, εάν μπορεί να το διακόψει, τι νόημα έχει για τον ίδιο και τι ένταση νιώθει την ώρα που παίζει. Ο αυτοέλεγχος έχει να κάνει με το κατά πόσο μπορεί κάποιος να ασχοληθεί για συγκεκριμένο διάστημα με το παιχνίδι, χωρίς να χάνεται η αίσθηση του χρόνου, χωρίς να έχει ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις σε ό,τι συμβαίνει στο παιχνίδι (φωνές, οργή, κλάμα, απογοήτευση).
2. Το παιχνίδι αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη προτεραιότητα στη ζωή, στο σημείο που να έρχεται πρώτο έναντι των άλλων ενδιαφερόντων και των υπολοίπων δραστηριοτήτων.
Το παιδί που είναι εθισμένο δεν έχει πλέον ενδιαφέρον να μιλήσει για οτιδήποτε άλλο με τους φίλους του, δεν έχει κοινό σημείο επαφής με τους γονείς, εφόσον αναγκαστικά βρεθεί εκτός σπιτιού και μακριά από το μέσο με το οποίο παίζει, θα βρεθεί σε κατάσταση άγχους και θα πιέζει να ξαναπάει στο σπίτι ή να ξαναπάρει το τάμπλετ στα χέρια του ή το κινητό. Θα παρατήσει τα σπορ, τα χόμπυ, τις εξόδους (παρά μόνο για net καφέ), την ενημέρωση για το οτιδήποτε. Η ζωή του έχει περιοριστεί σε μία οθόνη.
3. Συνέχιση του παιχνιδιού παρά την εμφάνιση αρνητικών συνεπειών.
Εδώ στην αρχή θα έχουμε άρνηση (δεν κάνω κακό σε κανέναν, οι βαθμοί μου δεν είναι κακοί/είναι καλοί, δε θέλω να πάω σχολείο επειδή δε μαθαίνω τίποτα καινούργιο, δε θέλω να βγω έξω επειδή οι φίλοι μου μιλάνε για πράγματα που δεν με ενδιαφέρουν, κ.ο.κ.). Στη συνέχεια θα έχουμε θυμό και αντίδραση, σαν να πρόκειται απλά για ένα θέμα όπου «δεν υπάρχει κατανόηση» από τους γονείς που θέλουν να το ελέγχουν στο τι να κάνει, ενώ αυτός/ή θα κάνει ό,τι θέλει, και τέλος υπάρχει σιωπή, αγνόηση, εκρήξεις οργής, εκλογικεύσεις («θα το σταματήσω όποτε θέλω», «δεν έχω πρόβλημα, εσείς έχετε πρόβλημα», κ.ο.κ.).
Ο Π.Ο.Υ σημειώνει ότι αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς πρέπει να έχει αρκετή βαρύτητα ώστε να οδηγεί σε σημαντική επιβάρυνση σε προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, εργασιακό επίπεδο ή σε άλλους σημαντικούς τομείς λειτουργικότητας.
H κατηγοριοποίηση του Π.Ο.Υ
ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα ψυχικής υγείας και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του αντίστοιχου χώρου (Ψυχιάτρους, Κλινικούς Ψυχολόγους) ώστε να τίθεται επίσημα μία διάγνωση και να λαμβάνει ο ασθενής τη βοήθεια που χρειάζεται.

πηγή: e-parenting